- ξερόχορτο
- τοχορτάρι ξερό, φυτό που τα κλαδιά και τα φύλλα του είναι σχεδόν ξερά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λεπτόκαρφος — λεπτόκαρφος, ον.(Α) αυτός που έχει λεπτά κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + κάρφος «ξερόχορτο, άχυρο» (πρβλ. ρυσό καρφος)] … Dictionary of Greek
μυσικαρφί — (Α) επίρρ. 1. (κατά τον Ησύχ.) «οἱ μὲν ἀνέγνωσαν ὡς ἀκονιτί, καί φασιν ὅτι τὸ μεμυκότως (με τα μάτια κλειστά) καὶ ξηρῶς ποιεῑν (γελᾱν) οὕτω λέγουσιν» 2. (κατά τον Φώτ.) «μεμυκότως καὶ ξηρῶς, μὴ ἐκ φανεροῡ γελᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ … Dictionary of Greek
ξεροχόρταρο — και ξερόχορτο, το 1. αποξηραμένο χόρτο 2. φυτό που τα κλαδιά και τα φύλλα του περιέχουν ελάχιστη ποσότητα χυμών 3. βοτ. κοινή ονομασία φυτού … Dictionary of Greek